δενδροκομος

δενδροκομος
    δενδρόκομος
    δενδρό-κομος
    2
    поросший лесом, облесенный
    

(ἐναύλεια Eur.; ὀρέων κορυφαί Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δενδροκομος" в других словарях:

  • δενδροκόμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκόμος — ο (ΑΜ δενδροκόμος) νεοελλ. ο ειδικός στη δενδροκομία αρχ. μσν. αυτός που φροντίζει ή καλλιεργεί τα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • δενδρόκομος — ο βλ. δενδροκόμης …   Dictionary of Greek

  • δενδροκόμος — ο ο δενδροκαλλιεργητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δενδροκόμοιο — δενδρόκομος grown with wood masc/fem/neut gen sg (epic) δενδροκόμος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκόμοις — δενδρόκομος grown with wood masc/fem/neut dat pl δενδροκόμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκόμον — δενδροκόμος masc/fem acc sg δενδροκόμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκόμους — δενδρόκομος grown with wood masc/fem acc pl δενδροκόμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκόμῳ — δενδρόκομος grown with wood masc/fem/neut dat sg δενδροκόμος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκόμοι — δενδροκόμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκομώ — ( έω) [δενδροκόμος] είμαι δενδροκόμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»